[zl_tabs_reload label=»1″]
[zl_tabs_cell title=»Ασπράγγελοι» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»] 28 χλμ. από τα Γιάννενα, το πρώτο από τα Ζαγοροχώρια και έδρα του δήμου Κ. Ζαγορίου. Η θέση του στην είσοδο του χωριού (δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας) είναι ιδανική διότι μπορεί να αποτελέσει ορμητήριο για τις αποδράσεις σας στα υπόλοιπα Ζαγοροχώρια χωρίς να δαπανείτε πολύ χρόνο και συνάμα να μπορείτε ανά πάσα στιγμή να επιστρέφετε για ξεκούραση στο δωμάτιο σας. Ιδανική τοποθεσία και για όσους θέλουν να επισκεφτούν την πόλη των Ιωαννίνων και τα γύρω αξιοθέατα, αλλά όχι τη φασαρία της πόλης.
Ο οικισμός χρονολογείται από το 1830. Ήταν κεφαλοχώρι πλούσιο τον 19ο αιώνα. Οι ευεργέτες έφτιαξαν σχολεία, κτίρια και εκκλησίες. Το χωριό κάηκε το 1943. Στους Ασπραγγέλους υπάρχουν πνευματικό κέντρο, σκοπευτήριο και βάση αιωροπταιρισμού. Η εκκλησία έχει ωραίο λιθόκτιστο καμπαναριό (1915). Υπάρχουν τείχη παλαιού οικισμού, παλαιό ερειπωμένο χάνι και το παλαιό μοναστήρι της Δοβράς. [/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Ενότητες χωριών» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»] Το Ζαγόρι, αφότου διαμορφώθηκε στη σημερινή του έκταση, διαιρείται σε τρία διαμερίσματα: Ανατολικό, Κεντρικό και Δυτικό. Η διάκριση αυτή βασίζεται στο γεωγραφικό διαχωρισμό της περιοχής από τα δάση και τα ποτάμια, σε κοινωνικούς -πολιτισμικούς παράγοντες (Βλάχοι στο Ανατολικό, ντόπιοι στο Κεντρικό και Σαρακατσάνοι στο Δυτικό) και σε οικονομικά κριτήρια (δάση στο Ανατολικό, γεωργική γη στο Κεντρικό και κτηνοτροφία στο Δυτικό).
Η διάκριση αυτή αποτυπώνεται ως ένα βαθμό και στα χαρακτηριστικά των σπιτιών και οικισμών κάθε δια μερίσματος. Μέχρι το 17ο αιώνα, η ονομασία Ζαγόρι αποδιδόταν μόνο στο κεντρικό τμήμα του. Το δυτικό έπαιρνε την ονομασία του από το Πάπιγκο, ενώ το δυτικό ανήκε στο βόρειο διαμέρισμα του Μαλακασίου. Παρά τις διαφορές τους, ωστόσο, οι τρεις αυτές ενότητες διαμορφώνουν ένα γενικά ενιαίο γεωγραφικό και πολιτισμικό σύνολο και μια συνείδηση ενότητας και ενιαίας ταυτότητας.
Ο παλαιότερος πυρήνας του Ζαγορίου εντοπίζεται στο δυτικό του τμήμα (Πάπιγκο, Άνω και Κάτω Σουδενά). Έως το 1380 οι οικισμοί είχαν γίνει 11 (3 στο Ανατολικό και 8 στο Δυτικό), ενώ τα επόμενα 50 χρόνια δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν οι περισσότεροι από τους σημερινούς οικισμούς. Η εικόνα συμπληρώθηκε με τους οικισμούς του Ανατολικού Ζαγορίου, οι οποίοι εμφανίστηκαν κατά τον 15ο αιώνα. Όλοι οι οικισμοί είχαν περιόδους ακμής και παρακμής κατά την πορεία τους μέσα στο χρόνο. Αυξομειώσεις παρουσίασε και ο αριθμός τους, οι οποίες οφειλόταν σε καταστροφικές ληστρικές επιδρομές, στην πυρπόληση τους (Ανατολικό και έως ένα βαθμό Κεντρικό) από τους Τούρκους (1917) και τους Γερμανούς (1904) ή στην εγκατάλειψη των χωριών από τους κατοίκους τους. Το 1678 το Ζαγόρι είχε 60 χωριά, 48 το 1788, ενώ στα μέσα του 19ου αιώνα 469 όσα και σήμερα). [/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Φυσικό περιβάλλον» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»] Η περιοχή του Ζαγορίου επεκτείνεται ανάμεσα στα Ιωάννινα, το Μέτσοβο και την Κόνιτσα και οριοθετείται από λίγο πολύ φυσικά όρια. Βόρειο σύνορο του Ζαγορίου είναι ο ποταμός Αώος, ενώ στο νότο το χωρίζει από το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων το Μιτσικέλι. Ανατολικό όριο είναι ο Αώος (βορειοανατολικά) και τα βουνά της Βασιλίτσας και του Λύγκου, ενώ, δυτικά, η Τύμφη και το Μιτσικέλι, με τις προεκτάσεις τους –και με μεγαλύτερη σαφήνεια η εθνική οδός Ιωαννίνων – Κόνιτσας, αποτελούν όριο του με τον κάμπο της Κόνιτσας και με τα χωριά του Πωγωνίου.
Το φυσικό περιβάλλον στο Ζαγόρι είναι μοναδικό. Άγρια ομορφιά, μαγευτικά τοπία, ορμητικά και κρυστάλλινα ποτάμια, εντυπωσιακά βουνά, απότομα φαράγγια, μεγάλα δάση, ιδιόμορφοι γεωλογικοί σχηματισμοί, αλπικές λίμνες, πλούσια χλωρίδα και πανίδα, λιβάδια και οροπέδια, σε μια καταπληκτική σύνθεση που καθηλώνει τον επισκέπτη. Δείτε τα υπόλοιπα άρθρα για περισσότερες πληροφορίες.[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Ορεινά συμπλέγματα» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»] Τα Ζαγοροχώρια εκτείνονται σε μια ορεινή περιοχή, με υψόμετρο που κυμαίνεται ανάμεσα στα 500μ. και τα 2.000μ. Τα βουνά της είναι τμήμα του ορεινού συμπλέγματος της Βόρειας Πίνδου, της πιο εντυπωσιακής οροσειράς της χώρας. Στο κέντρο της περιοχής του Ζαγορίου δεσπόζει ο ορεινός όγκος της Τύμφης, με τις αλπικές κορυφές της, που άλλοτε χάνονται στα πυκνά σύννεφα και άλλοτε προβάλλουν επιβλητικά στα όρια γης και ουρανού.
Στη βόρεια πλευρά της Τύμφης, ο ποταμός Αώος κυλάει στην ομώνυμη χαράδρα, ενώ δυτικά της, ανάμεσα σε αυτή και τον Στούρο (1.364 μ.), βρίσκεται το φαράγγι του Βίκου. Ο σχηματισμός της Τύμφης συνδέεται με τον κορμό της Βόρειας Πίνδου με αυχένα στα ανατολικά, κοντά στη θέση Γυφτόκαμπος. Οι αγέρωχες κορυφές της διαδέχονται η μια την άλλη: Λάπατος (2.251μ.), Αστρακά (2.436μ.), Καλόγερος (2.112μ.), Πλόσκος (2.377μ.), Γκαμήλα (2.497μ.), Ανώνυμη Κορυφή ή Γκαμήλα 11 (2.480μ.), Καρτερός (2.478μ.), Μεγάλα Λιθάρια (2.467μ.), Τσούκα Ρόσα (2.377μ.), Γκούρα (2.466μ.) κ.α. Αυτές οι κορυφές και οι απότομες ορθοπλαγιές τους, που συχνά φτάνουν τα 400μ. σε κατακόρυφο ύψος, κυριαρχούν στο βόρειο τμήμα της, ενώ στο νότιο συναντάμε πιο ομαλές πλαγιές και εκτεταμένα βοσκοτόπια.
Το νοτιοδυτικό τείχος του Ζαγορίου σχηματίζεται από το Μιτσικέλι. Πρόκειται για ένα γυμνό βουνό, με ψηλότερη κορυφή στα 1.810μ. Βόρεια και απέναντι από την Τύμφη υψώνεται ο Σμόλικας (2.637μ.), το δεύτερο σε ύψος ελληνικό βουνό μετά τον Όλυμπο. Ανάμεσα στο Σμόλικα και την Τύμφη, βρίσκεται το μικρό σε έκταση βουνό Τραπεζίτσα (2.022μ.), που αποτελεί το βόρειο όριο της χαράδρας του Αώου.
Ανατολικά, η Βασιλίτσα (2.249μ.) και το σύμπλεγμα του Λύγκου (κυρίως το Μαυροβούνι, 2.050μ.) χωρίζουν τα Ζαγοροχώρια από την Βάλια-Κάλντα, ενώ στην περιοχή του Κεντρικού και Ανατολικού Ζαγορίου συναντάμε τον Κουκουρούντζο (1.794μ.), την Τσούκα Ρόσα (1.987μ.), τον Κοζιακό (1.622μ.) και άλλα βουνά με χαμηλότερα γενικά ύψη.
[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Ποτάμια» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»] Δυο εντυπωσιακά ποτάμια, ο Αώος και ο Βοϊδομάτης, χαράζουν ανεξίτηλα το ζαγορίτικο τοπίο και του δίνουν μια ξεχωριστή ομορφιά.
Ο Βοϊδομάτης τροφοδοτεί με τα νερά του, πολλές φορές και κατά τους θερινούς μήνες, το φαράγγι του Βίκου. Οι πηγές του βρίσκονται στην δυτική έξοδο του φαραγγιού του Βίκου και στην αρχή του φαραγγιού του Βοϊδομάτη, ανάμεσα στα χωριά Βίκος και Πάπιγκο. Στη θέση αυτή, οπού υπάρχει και η Μονή της Παναγιάς του Βίκου, θα φτάσετε με τα πόδια, μετά από πορεία 45’, αν ξεκινήσετε από το χωριό Βίκος, ή 1,5 ώρες, αν ξεκινήσετε από το Πάπιγκο. Ο Βοιδομάτης συμβάλλει με τον Αώο νοτιοδυτικά της Κόνιτσας, στην ομώνυμη κοιλάδα. Τα κρύα και ορμητικά νερά του (8-12ο C), καθώς και η σύστασης των πετρωμάτων της κοίτης του, δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη μικροοργανισμών. Έτσι, ο κρυστάλλινος Βοϊδομάτης είναι από τα ελάχιστα ευρωπαϊκά ποτάμια με πόσιμο νερό. Επιπλέον, φιλοξενεί και τις ονομαστές για τη νοστιμιά τους πέστροφες.
Ο ποταμός Αώος πηγάζει από την ορεινή λεκάνη του Μετσόβου, τις Πολιτσιές, δυτικά της Κατάρας, και διανύει περίπου 50 χλμ. έως την έξοδο του στην κοιλάδα της Κόνιτσας. Έως την Κόνιτσα, λόγω της υψομετρικής διαφοράς, κυλάει αρκετά ορμητικά προς τα βόρεια. Από εκεί συνεχίζει την πορεία του βορειοδυτικά, προς τον Μολυβδοσκέπαστο. Μετά την Κόνιτσα δέχεται τα νερά του Βοϊδομάτη και, πριν τα ελληνοαλβανικά σύνορα, τα νερά του Σαρανταπόρου. Στη συνέχεια διασχίζει την Αλβανία και φτάνει στην Αδριατική, όπου εκβάλλει.
Την περιοχή του Ζαγορίου διασχίζουν επίσης αρκετά ορεινά ρεύματα, στα οποία, αν και δεν έχουν σταθερή παροχή, οφείλονται οι έντονες πτυχώσεις στις πλαγιές των βουνών. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν οι δυο παραπόταμοι του Άραχθου, ο Βάρδας και ο Ζαγορίτικος.
[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Λίμνες» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»] Στην ευρύτερη περιοχή του Ζαγορίου συναντάμεκαι δυο σημαντικές λίμνες, τη Δρακολίμνη και την τεχνητή λίμνη των πηγών του Αώου.
Η εντυπωσιακή Δρακολίμνη, μία από τις τρεις αλπικές λίμνες της Πίνδου, βρίσκεται σε υψόμετρο 2.100μ. και μοιάζει να συνδυάζει και τις τέσσερις εποχές του χρόνου, με χιόνια, λουλούδια, ξερά χόρτα και ώριμους σπόρους. Έχει έκταση 5 τετρ. χλμ., ενώ το βάθος της δεν έχει ακόμα μετρηθεί. Για να φτάσετε στη Δρακολίμνη, θα χρειαστείτε πεζοπορία τουλάχιστον 4,5 ωρών, εάν ξεκινήσετε από το Μικρό Πάπιγκο. Εάν έχετε ως αφετηρία την Κόνιτσα, το Τσεπέλοβο ή το Βραδέτο, θα χρειαστείτε περίπου 6 ώρες πεζοπορίας. Από το καταφύγιο της Αστράκας, για να φτάσετε στη Δρακολίμνη θα χρειαστείτε περίπου 1,5 ώρα. Όταν βρεθείτε στη λίμνη, το μαγευτικό τοπίο θα σας αποζημιώσει και με το παραπάνω και θα σας κάνει να ξεχάσετε γρήγορα την κούραση της πολύωρης πεζοπορίας. Στα νερά της ζει ένα σπάνιο αμφίβιο, ο Αλπικός τρίτωνας.
Σε ένα οροπέδιο, στο νοτιοανατολικό άκρο της περιοχής του Ζαγορίου, σε υψόμετρο 1.450μ., συναντάμε την τεχνητή λίμνη πηγών Αώου. Η λίμνη κατασκευάστηκε λίγο μετά από τις πηγές του Αώου, από τη ΔΕΗ, για να εξυπηρετηθεί ο υδροηλεκτρικός σταθμός του Βοτονοσίου. Περιβάλλεται από δασικές εκτάσεις και προσεγγίζεται από το Μέτσοβο ή από τα χωριά Γρεβενίτι και Φλαμπουράρι.
[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Το φαράγγι του Βίκου» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»] Στην ευρύτερη περιοχή του Ζαγορίου συναντάμεκαι δυο σημαντικές λίμνες, τη Δρακολίμνη και την τεχνητή λίμνη των πηγών του Αώου.
Το επιβλητικό φαράγγι του Βίκου, ένα από τα μεγαλύτερα, βαθύτερα και εντυπωσιακότερα φαράγγια του κόσμου. Έχει μήκος πάνω από 10χλμ., πλάτος που κυμαίνεται από 200μ. έως και 1,5χλμ και ύψος τοιχωμάτων αρκετές εκατοντάδες μέτρα (έως και 1.000μ.), ανάλογα με το σημείο. Η κοίτη του φαραγγιού έχει ανατολικά της την Τύμφη και δυτικά τον Στούρο. Νερό έχει συνήθως μόνο εποχιακά, ωστόσο η ορμή του έχει γεμίσει την κοίτη του με τεράστιους ογκόλιθους, λειασμένους και στρογγυλεμένους.
Στο βορειοδυτικό άκρο του, μετά τα χωριά Βίκος και Αρίστη, δημιουργείται το μικρότερο, αλλά εξίσου όμορφο φαράγγι του Βοϊδομάτη, που τελειώνει στο γεφύρι της Κλειδωνιάς, ενώ στο νοτιοανατολικό του άκρο σχηματίζεται το ονομαστό Βικάκι, που έχει την αρχή του κοντά στο Τσεπέλοβο και περνάει δίπλα από τους Κήπους. Όμορφη θέα προς το Βικάκι θα έχετε από τα γεφύρια του Τσεπέλοβου, από τον Άγιο Ιωάννη Ρογκοβό και από τους Κήπους.
Στη μέση της διαδρομής του, το φαράγγι του Βίκου συναντιέται με ένα άλλο φαράγγι, τον Μέγα Λάκκο, και νοτιότερα με το μικρότερο φαράγγι της Μεζαριάς, που καταλήγει στο χωριό Βραδέτο. Αν προστεθούν και αυτά, το φαράγγι του Βίκου με τα παρακλάδια του φτάνει τα 35χλμ μήκος.
Η εικόνα που δίνει το φαράγγι του Βίκου στον επισκέπτη του είναι αξέχαστη: άγρια ομορφιά, απότομες εναλλαγές στη μορφολογία του εδάφους, πρωτόγνωροι γεωλογικοί σχηματισμοί, ποικιλία οικοσυστημάτων, πλουσιότατη χλωρίδα και πανίδα.
[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Η χαράδρα του Αώου» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»]Ο ποταμός Αώος διασχίζει το τοπίο ανάμεσα στην Τύμφη και την Τραπεζίτσα- και ειδικότερα στην κορυφή της Ραιδοβούνι (1.977μ.)-, σχηματίζοντας μια κατάφυτη χαράδρα μήκους σχεδόν 9χλμ. Και πλάτους από 300μ. έως 2,5χλμ. Το χαμηλότερο υψόμετρο της χαράδρας είναι 400μ. ( η κοίτη του Αώου στο γεφύρι της Κόνιτσας), ενώ το μεγαλύτερο αντιστοιχεί στην κορυφή Γκαμήλα (2.497μ.). Η χαράδρα μοιάζει με μια βαθιά τομή στον ορεινό όγκο της Βόρειας Πίνδου, που σχηματίζεται από τη διαβρωτική δράση του νερού κατά τη διάρκεια χιλιάδων χρόνων. Σε γενικές γραμμές, το δυτικό και ανατολικό τμήμα της έχουν μεγάλες αλλά όχι απότομες κλίσεις, ενώ στο μέσο η χαράδρα στενεύει, αποκτώντας ψηλά και κάθετα τοιχώματα (θέση Μονής Στομίου). Η πρόσβαση στη χαράδρα είναι δυνατή από το μονότοξο πέτρινο γεφύρι του Αώου, στο κάτω άκρο της Κόνιτσας.
[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Ματιά στην ιστορία» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»]Τα πρώτα ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή (οστέινα και λίθινα εργαλεία, καθώς και 20.000 τμήματα οστών των θηραμάτων) ανάγονται στην ανώτερη Παλαιολιθική εποχή ( 1400-8000 π.Χ.). Εντοπίστηκαν το 1987, σε ασβεστολιθικό σπήλαιο στη θέση Κλειδί, στην δεξιά όχθη του Βοϊδομάτη και κοντά στη Μονή Αγίων Αναργύρων Κλειδωνιάς. Ανάλογα ευρήματα έχουν επίσης εντοπιστεί σε άλλα γειτονικά σπήλαια και στο σπήλαιο της Καστρίτσας, στις όχθες της λίμνης των Ιωαννίνων.
Τα ευρήματα από τις κατοπινές εποχές είναι ελάχιστα, με κυριότερα απ’ αυτά τους 4 κιβωτιόσχημους τάφους στο Καλπάκι και τους τάφους στα Κάτω Πεδινά και τον Ελαφότοπο, που ανάγονται στην Εποχή του Χαλκού ( 3000-1100 π.Χ.), και τα ευρήματα στην περιοχή της Κόνιτσας, που ανάγονται στην Εποχή του Σιδήρου ( 11ος-9ος αι.). τα ευρήματα από τους τάφους αυτούς ( κτερίσματα, χάντρες από περιδέραια, χάλκινα κοσμήματα, όπλα από το Καλπάκι, χειροποίητα πήλινα αγγεία από τον Ελαφότοπο κ.α.) δείχνουν ότι τα οροπέδια της Ηπείρου συναντώνται πολιτισμικά στοιχεία από το μυκηναϊκό νότο, από τη Μεσευρώπη και από τη γειτονική Άνω Μακεδονία.
Κατά την περίοδο έως και τους πρώτους Ιστορικούς χρόνους ( 9ος- 4ος αι. π.Χ.), η ευρύτερη περιοχή κατοικείται από μικρές ημινομαδικές φυλές, οι οποίες ασχολούνται με την κτηνοτροφία και συνενώνονται σε μεγαλύτερα φύλα. Κυρίαρχη θέση ανάμεσα στα ηπειρωτικά φύλα κατείχαν οι Μολοσσοί, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχο τους τους βοσκοτόπους του Ζαγορίου. Αρκετά στοιχεία του τρόπου ζωής αυτών των φυλών επιβίωσαν και βρήκαν τη συνέχεια τους στις σύγχρονες νομαδικές φυλές της Πίνδου, τους Βλάχους και τους Σαρακατσάνους. Τα σημαντικότερα ευρήματα αυτής της περιόδου είναι οι οικισμοί που έχουν εντοπιστεί στη Βίτσα και στο ύψωμα Λιατοβούνι, στον κάμπο της Κόνιτσας. Ο μικρός οικισμός της Βίτσας βρίσκεται στη θέση Γενίτσαρη, στις παρυφές της χαράδρας του Βίκου, ανάμεσα στα χωριά Βίτσα και Μονοδέντρι. Αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που άρχισαν το 1965 και η διάρκεια της ύπαρξης του οριοθετείται από τον 9ο έως και τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ..Πρόκειται για τον αρχαιότερο κτηνοτροφικό οικισμό, ο οποίος καταστράφηκε από πυρκαγιά.
Στα δύο παρακείμενα νεκροταφεία του βρέθηκαν αγγεία, όπλα, κοσμήματα και νομίσματα, αρκετά από τα οποία μαρτυρούν ότι ο οικισμός ήταν θερινή κατοικία νομάδων κτηνοτρόφων και ότι είχε αναπτύξει ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις με τις πόλεις οι οποίες είχαν ιδρυθεί στα παράλια του Ιονίου. Στον οικισμό βρέθηκαν επίσης ίχνη οικιών των Γεωμετρικών και Κλασικών χρόνων.
[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδος» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»]Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους ( 330-167 π.Χ.), και ιδιαίτερα κατά την εποχή του Πύρρου (296-272 π.Χ.), η Ήπειρος θα γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη και θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Σημαντική θα είναι εκείνα τα χρόνια, η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, η οποία είχε ως κύρια βάση της τα πρόβατα και τα βοοειδή της περιοχής. Ειδικές αναφορές σε αυτά έχουν κάνει ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και ο Αριστοτέλης.
Από την εποχή εκείνη, στο δυτικό τμήμα της βόρειας Πίνδου σώζονται τα ερείπια από αρκετές οχυρώσεις. Η πρώτη βρίσκεται στο χωριό Γρεβενίτι, στην ανατολική όχθη του ποταμού Βάρδα, κοντά στη Μονή της Κοίμησης Θεοτόκου Βότσας. Η δεύτερη είναι νοτιοανατολικά από το χωριό Μακρίνο, σε κοντινό λόφο, ο οποίος στα βλάχικα ονομάζεται Κιατρα λ’ Άριε ( Πέτρα του Άρη). Το μεγαλύτερο τμήμα από το τοίχος αυτό ( 3ος αι.) έχει κατολισθήσει στο γειτονικό Ζαγορίτικο ποταμό. Η Τρίτη ( λείψανα ενός κυκλικού και ενός τετράγωνου πύργου, μιας πύλης και δυο πυλίδιων, των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.), έχει εντοπιστεί στην είσοδο του χωριού Σκαμνέλι, κοντά στην Αγία Παρασκευή. Η τέταρτη, η οποία ταυτίζεται μάλλον με μια από τις βασικές οχυρώσεις του Πύρρου ( Castra Pyrrhi, κατά τον Τίτο Λίβιο) στην περιοχή, βρίσκεται στη φυσική οχυρή θέση Καστράκι. Πρόκειται για ένα απόκρημνο ύψωμα πάνω από την Αρίστη και κοντά στον Άγιο Μηνά, που επικοινωνούσε με το ποτάμι με υπόγεια σκάλα. Στη θέση αυτή έχουν διασωθεί δύο οχυρωματικοί περίβολοι, στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου, και τμήματα του τείχους, τα οποία ανάγονται στην Ελληνιστική εποχή και κυρίως, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μια Πέμπτη οχύρωση έχει βρεθεί σε λόφο έξω από το χωριό Βοτονόσι, στο πέρασμα της κοιλάδας του Μετσοβίτικου, που οδηγεί από τα Γιάννενα προς τη Θεσσαλία ή τη Μακεδονία μέσω του Μετσόβου. Τέλος, άλλες οχυρωματικές θέσεις υπάρχουν στο χωριό Βίκος (ύψωμα Καστρί), στο Καπέσοβο (ύψωμα Γραδίστα), στον Ελαφότοπο και στους Ασπραγγέλους.
Η Ρωμαϊκή κυριαρχία, που επιβλήθηκε μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.), επιφύλαξε μια τραγική εξέλιξη για την περιοχή της βορειοδυτικής Πίνδου. Ένα χρόνο μετά, και παρά τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει με τους Ρωμαίους 70 ηπειρωτικές πόλεις, ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος διέταξε τα ρωμαϊκά στρατεύματα να τις ισοπεδώσουν. Από αυτήν την καταστροφή γλίτωσαν μόνο ορισμένοι περιφερειακοί οικισμοί, κυρίως στη βόρεια Πίνδο, λόγω της φυσικής προστασίας που παρείχε η μορφολογία του εδάφους. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, από την οποία σώζονται ελάχιστα ευρήματα, κύρια απασχόληση των κατοίκων που απέμειναν εξακολουθούσε να είναι η κτηνοτροφία και η γεωργία, ενώ κύριο μέλημα των Ρωμαίων στην ευρύτερη περιοχή ήταν η διασφάλιση των οδών επικοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Βυζαντινή περίοδος (4ος-15ος αι. μ.Χ.)» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»]Η Πρωτοβυζαντινή και μέση Βυζαντινή περίοδος στην ευρύτερη περιοχή θα χαρακτηριστούν από το πέρασμα διαφόρων φυλών, όπως οι Βησιγότθοι, οι Ούννοι, οι Βούλγαροι, οι Σλάβοι και οι Νορμανδοί. Μάλιστα, τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια της περιοχής δείχνουν ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ότι το Ζαγόρι δεν ήταν μόνο θύμα σλάβικων επιδρομών κατά τον 6ο αιώνα, αλλά και τόπος εγκατάστασης σλαβικών φυλών. Η παρουσία των Βυζαντινών κατά την περίοδο αυτή αποδεικνύεται από κάποιες οχυρώσεις-με πιο χαρακτηριστικό το κάστρο στην είσοδο της χαράδρας του Αώου, το οποίο ανάγεται στην εποχή του Ιουστινιανού(52- 565 μ.Χ.) – και από μερικές παλαιοχριστιανικές εκκλησίες με ψηφιδωτά δάπεδα, με αντιπροσωπευτική στην περιοχή του Ζαγορίου αυτή που βρίσκεται στο Καλπάκι.
Σύμφωνα, μάλιστα, με μια παράδοση, έργα εκείνης της εποχής, και συγκεκριμένα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου ( 7ος αιώνας), είναι οι τρεις μονές που βρίσκονται κατά μήκος του «βασιλικόδρομου»: η Μονή Μολυβδοσκέπαστου, στην συμβολή των ποταμών Αώου και Σαραντάπορου, η Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην Κλειδωνιά, και η Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βοτσάς, ανάμεσα στα χωριά Γρεβενίτι και Δόλιανη.
Κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο, η περιοχή περιλαμβάνεται αρχικά στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, που ίδρυσε ο Μιχαήλ Άγγελος, νόθος γιος του Ιωάννη Άγγελου Κομνηνού. Σε εκείνη την ευρύτερη περίοδο ανάγονται και οι παλαιότερες γραπτές αναφορές στο Ζαγόρι, σε ένα χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β’ (1321) και στα προνόμια που δόθηκαν στην περιοχή από τον ηγεμόνα δεσπότη Συμεών, το 1352. Σε άλλα έγγραφα της περιόδου 1326-1361 αναφέρονται ιδρύσεις χωριών όπως το Πάπιγκο, ο Ελαφότοπος, τα Άνω και Κάτω Πεδινά και η Βίτσα. Την περίοδο αυτή θα ενισχυθούν μια σειρά οχυρωματικές θέσεις στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα τους και το Καστράκι στον Άγιο Μηνά.
Κατά την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού άλλαξε. Οι ηγεμονικές οικογένειες διαδέχονταν η μια την άλλη στην εξουσία, είχαν στην κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις γης και κυβερνούσαν αυτοχριζόμενες απόγονοι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Έτσι, κατά τα τελευταία χρόνια του δεσποτάτου, η δυσαρέσκεια των κατοίκων προς τους διοικούντες ενισχύθηκε αρκετά.
Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, οι Ζαγορίσιοι θα πάρουν μέρος στις συγκρούσεις των ηγεμόνων των Ιωαννίνων με τους Αλβανούς τοπάρχες που είχαν εγκατασταθεί στη γύρω περιοχή. Χαρακτηριστικές ήταν οι μάχες των ηγεμόνων Ιζαού Μπουανταλεμόντι (1399) και Κάρολου Τόκκου (1411) με τους Αλβανούς επιδρομείς.
[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Η τούρκικη κατάκτηση» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»]Το 1431, τουρκικά στρατεύματα, με επικεφαλή τον Σινάν-πασά, έφτασαν στην περιοχή του Μαλακασίου και νίκησαν τους κατοίκους του Ανατολικού Ζαγορίου και του Μαλακασίου, σε μάχη που έγινε κοντά στη Βοτσά. Μετά την ήττα, οι κάτοικοι 14 χωριών του Κεντρικού Ζαγορίου- που επιπλέον ήθελαν να απαλλαγούν από τη βυζαντινή διοίκηση- δήλωσαν υποταγή στους Τούρκους και ζήτησαν αυτονομία, αυτοδιοίκηση και ατέλεια.
Ο Σινάν-πασάς έκανε δεκτές αυτές τις προτάσεις και υπέγραψε συνθήκη που παραχωρούσε τα εν λόγω σημαντικά προνόμια στους Ζαγορίσιους, τα οποίαδιατηρήθηκαν καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, με μικρά μόνο διαλείμματα. Οι κάτοικοι της περιοχής ανέλαβαν μόνο μια υποχρέωση. Αντί φόρων, θα έστελναν στο σουλτανικό στρατό έναν καθορισμένο αριθμό αντρών, οι οποίοι θα υπηρετούσαν για δυο μήνες ως ιπποκόμοι: το γνωστό «βοινικό».
Πενήντα χρόνια αργότερα, αργότερα στην ίδια συνθήκη θα προσχωρήσουν και τα χωριά του Ανατολικού Ζαγορίου, (συνθήκη Βαλιδέ σουλτάνος), ενώ πολλά χρόνια μετά (1681), όταν πλέον το καθεστώς των προνομίων είχε αναμορφωθεί, στην συνθήκη προσχώρησε και το Δυτικό Ζαγόρι.
[/zl_tabs_cell]
[zl_tabs_cell title=»Ο ξενιτεμένος και η ακμή» left_icon=»fa-bell» right_icon=»fa-bolt»]Από τα τέλη του 17ου αιώνα αρχίζει μια περίοδος εντυπωσιακής οικονομικής, πολιτιστικής και πνευματικής ανάπτυξης- αλλά και κοινωνικής διαφοροποίησης- για τα χωριά του Ζαγορίου, η οποία θα κορυφωθεί από τα μέσα του 18ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα απόγειο της ακμής αυτής, μάλιστα, συνέπεσε με την παρουσία του Αλή πασά στην Ήπειρο (από το 1788 όταν ανέλαβε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, έως το θάνατό του, το 1822). Στην Αυλή του Αλή πασά, μεταξύ άλλων, εντάχθηκαν ο Αλέξης Νούτσος, από το Καπέσοβο, ως ανώτερος σύμβουλος – πρωθυπουργός (άρχων λογοθέτης), οι Κ. και Χ. Μαρίνογλου, επίσης από το Καπέσοβο, ως υπουργοί, και ο Μάνθος Οικονόμου, από το Κουκούλι, ως ιδιαίτερος γραμματέας και σύμβουλος.
Στην άνθηση και την ευημερία του Ζαγορίου συνέλαβαν τα προνόμια που είχε εξασφαλίσει από τους Τούρκους, οι διασυνδέσειςμε την κεντρική εξουσία και η ανάπτυξη του εμπορίου μέσα και έξω από τα όρια Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Καθοριστική επίσης συμβολή είχαν οι αποδημίες των κατοίκων, οι οποίοι, λόγω του άγονου εδάφους και του μικρού κλήρου, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν.
Η μετανάστευση άρχισε μετά την εγκατάσταση των βοινίκηδων στο εξωτερικό και πήρε διαστάσεις γενικευμένου φαινομένου μετά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα. Οι ξενιτεμένοι εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη Βλαχιά και τη Μολδαβία, στη Σερβία, τη Μικρά Ασία, τη Ρωσία, την Αυστρία και την Αίγυπτο. Αρκετοί Ζαγορίσιοι διέπρεψαν στις χώρες αυτές ως τραπεζίτες, έμποροι, δάσκαλοι, γιατροί, διπλωμάτες, απέκτησαν σημαντική δύναμη και αξιώματα, καθώς και μεγάλες περιουσίες, και ενίσχυσαν με δωρεές τις ιδιαίτερες πατρίδες τους για την ίδρυση ή τη λειτουργία σχολείων και άλλα κοινωφελή έργα (γεφύρια, δρόμους, βρύσες, εκκλησίες κ.λπ.), τα οποία άλλαξαν την όψη των οικισμών. Εντυπωσιακά ήταν και τα αρχοντικά που έκτισαν όσοι επέστρεψαν στα πάτρια εδάφη.
Από το 1821 στο έπος του 1940 κατά την προετοιμασία και την εξέλιξη της Επανάστασης του 1821, αρκετοί Ζαγορίσιοι θα συμμετάσχουν στην Φιλική Εταιρεία (Α. Νούτσος, Μ. Ριζάρης, Μ. Οικονόμου κ.α.), ενώ ορισμένοι κάτοικοι θα φύγουν για να ενταχθούν στο απελευθερωτικό αγώνα. Αξιοσημείωτη ήταν επίσης η δράση του Ι. Βηλαρά, ο οποίος πρωτοστατούσε στη συγκέντρωση χρημάτων για τις ανάγκες του Αγώνα («κάσα των Γιαννιωτών»). Την ίδια περίοδο, το Ζαγόρι θα υποφέρει από τις συγκρούσεις του Αλή πασά και με το σουλτανικό στρατό.
Το Ζαγόρι θα βρεθεί σε πορεία παρακμής μετά το 1868, όταν καταργηθήκαν τα προνόμια. Την περίοδο αυτή άρχισαν να λυμαίνονται την περιοχή συμμορίες ληστών. Λόγω αυτής της κατάστασης, 600 και πλέον οικογένειες αρχόντων του Ζαγορίου, που ήταν οι κύριοι στόχοι των ληστών, εγκατέλειψαν τα χωριά τους. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε έως το 1913, οπότε τα Ζαγοροχώρια απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Στο εξής θα ακολουθήσουν την ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους.
Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πληθυσμός του Ζαγορίου αγωνίστηκε ενάντια στην ιταλική εισβολή. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή των γυναικών, οι οποίες μετέφεραν στην πλάτη τους πυρομαχικά, άλλα εφόδια και τραυματίες κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Αργότερα, αρκετά χωριά του Ανατολικού και Κεντρικού Ζαγορίου θα πυρποληθούν από τους Γερμανούς, επειδή πρόσφεραν βοήθεια σε αντάρτικες ομάδες, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολλά χωριά της βόρειας Πίνδου θα ερημωθούν.
Η μείωση του πληθυσμού του Ζαγορίου συνεχίστηκε και κατά τα επόμενα χρόνια, με κυρίαρχο στοιχείο πλέον τη μετανάστευση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.Το φυσικό περιβάλλον, με τις περιορισμένες δυνατότητες αλλά και την μεγάλη ομορφιά του, η περίοδος της μεγάλης ακμής του Ζαγορίου (17ος-19ος αι.) και η επίδραση της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής, άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στους ανθρώπους της περιοχής, στον τρόπο ζωής, τον πολιτισμό, τις κοινωνικές δομές, τα ήθη και τα έθιμά τους. Η ιδιαίτερη αυτή πολιτισμική ταυτότητα διασώζεται στο χώρο και στο λόγο των Ζαγορισίων, στις γραπτές και μη πηγές, στη ζώσα παράδοση.
[/zl_tabs_cell]
[/zl_tabs_reload]